-
1 увезти
-
2 увезти
увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла-ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•-ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•
вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.
|| φεύγοντας παίρνω μαζί μου•он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.
2. κλέβω, παίρνω•ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.
3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.
См. также в других словарях:
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek